δαμασκηνί

δαμασκηνί
το
χρώμα ώριμου καρπού δαμασκηνιάς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δαμασκί — και διμισκί, το 1. (για χρώμα) το δαμασκηνί 2. φρ. «δαμασκί σπαθί» σπαθί κατασκευασμένο από δαμασκηνό χάλυβα και διακοσμημένο με δαμασκήνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαμασκί < Δαμασκός, ονομασία τής πρωτεύουσας τής Συρίας, ενώ ο τ. διμισκί < τουρκ.… …   Dictionary of Greek

  • δαμασκηνής, -ιά, -ί — αυτός που έχει το χρώμα του δαμάσκηνου: Το φόρεμά της ήταν δαμασκηνί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”